Ο πετυχημένος φίλοςΑπό τη συλλογή Φιγούρες του Φ. Αλευρόπουλου — Να έχω δύο φίλους και να είναι και οι δύο αποτυχημένοι! Επειδή προσωπικά τους αγαπούσα και τους δύο το παράπονο αυτό του μπαμπά με στεναχωρούσε πολύ. Τους λυπόμουνα και έλπιζα πως δεν θα πουλούσανε στο δρόμο λεμόνια. Είχα βγάλει αυτό το συμπέρασμα από την ημέρα που είχα ακούσει τον μπαμπά να λέει αγανακτισμένος στο τηλέφωνο σε κάποιον άγνωστο, «θα σε κάνω να πουλάς λεμόνια στο δρόμο». Το να πουλάς στο καρότσι γραβάτες ή ποτήρια δεν το θεωρούσα ταπεινωτικό. Λεμόνια όμως; Φοβερό κατάντημα. Δίχως να γνωρίζω ακριβώς το επάγγελμα των δύο φίλων δεν νομίζω ότι πουλάγανε κάτι στον δρόμο. — Από δουλειές του ποδαριού τι περιμένεις; Γιατί αυτό το περιφρονητικό ύφος του μπαμπά; Διόλου υποτιμητικό το να πουλάς κάλτσες ή παπούτσια. Αν βέβαια αυτό εννοούσε ο μπαμπάς. Αυτοί οι δύο φίλοι δεν θα έπρεπε πάντως να είχανε και τόσο μεγάλες φτώχειες, γιατί εγώ τους έβλεπα συνήθως εύθυμους και γελαστούς. Η πεποίθησή μου ήτανε πως οι φτωχοί δεν γελάνε ποτέ. Μια μέρα ήλθε ο μπαμπάς από το γραφείο κρατώντας θριαμβευτικά ένα γράμμα. Σε δύο μέρες ερχότανε από το Παρίσι ένας παλιός, σχεδόν ξεχασμένος φίλος του. Ο μόνος που, κατά τη γνώμη του, είχε πετύχει πραγματικά στη ζωή. — Να φανταστείτε που έρχεται μόνο και μόνο για μένα. Έχουμε ν' ανταμώσουμε κάπου δεκαοχτώ χρόνια. Εκεί στο Παρίσι σπούδασε, εργάστηκε, παντρεύτηκε Γαλλίδα. Μόνο τελευταία είχαμε σχεδόν παύσει την αλληλογραφία. Απ' ότι ξέρω φαίνεται πως έκανε μεγάλη περιουσία. Δεν λέω, βέβαια κι εγώ καλά τα κατάφερα αλλά μπρος τον Φραγκίσκο τι είμαι; Τίποτα! Ένα κουνούπι. Πρώτη φορά άκουα τον πατέρα μου να υποβιβάζει τόσο πολύ τον εαυτό του. Δεν ήξερε πια τι έλεγε. Η ιδέα του ερχομού του πλούσιου φίλου τον είχε κυριολεκτικά αναστατώσει. Τη μέρα της άφιξης με πήρε μαζί για να υποδεχτούμε το υψηλό πρόσωπο. Στο δρόμο διαρκώς με συμβούλευε το πως να φερθώ. — Ο Φραγκίσκος λογίζεται πια Γάλλος και η γαλλική ευγένεια είναι πασίγνωστη. Προσοχή λοιπόν, να μη πέσουμε έξω. Βέβαια δυσκολευτήκαμε να τον βρούμε. Μετά τόσα χρόνια δεν είχε αλλάξει μόνο εμφάνιση αλλά και όνομα. Είχαμε βάλει μια κοπέλα του αεροδρομίου ν' αναζητά από τα μεγάφωνα τον Φραγκίσκο Μιταρόπουλο κι αυτός είχε γίνει Φρανσουά Μιτάρ. — Που το θυμήθηκες το Φραγκίσκο; Εγώ το είχα ξεχάσει, είπε γελώντας και συνάμα αγκαλιάζοντας τον μπαμπά. Χάσαμε και οι δυο τα μαλλιά μας όχι όμως τη γοητεία μας. Σίγουρα ο διάδοχος! είπε, χαϊδεύοντας μου στα πεταχτά το μάγουλο. Έμοιαζε πλούσιος και πολύ αφηρημένος. Μέσα στο αυτοκίνητο πού ν' αφήσει τον πατέρα μου να μιλήσει! Μάθαμε τα πάντα για τη ζωή του. Δεν τα καταλάβαινα όλα γιατί ανακάτευε πολλές γαλλικές λέξεις. Σε όλη τη διαδρομή ρωτούσε: «Αυτό τι είναι; Εδώ που είμαστε; Αυτό το κτίριο πότε έγινε;». Του απαντούσε ο μπαμπάς κι εκείνος έλεγε διαρκώς: «Σι σε ποσσίμπλ». Αν είναι δυνατόν. — Να και κάτι που δεν άλλαξε, είπε όταν περάσαμε μπρος από το Πρώτο Νεκροταφείο. Μας μίλησε για τις δυο του τις κόρες, την Μονίκ και την Νικόλ. — Ελπίζω μια μέρα να τις συναντήσει ο μικρός. Αν πήρε από σένα πρέπει να εξελιχθεί σε μεγάλο μπερμπάντη. θυμάσαι; Αλήθεια τι γίνεται η Αμαλία; — Μα την μαμά την λένε Μαρία είπα. Ο Φρανσουά είπε γελώντας πως είμαι πολύ «ινοσάν». Δεν κατάλαβα τι σήμαινε. Μου θύμισε ένα φάρμακο που έπαιρνε η γιαγιά. — Η Αμαλία, μου εξήγησε, είναι μια ιστορία προ Μαρίας. Και να ήτανε μόνο αυτή. Υπήρξαν η Κάτια και η Λουλού. Τόλμησα να ρωτήσω: «Μπαμπά πόσες φορές παντρεύτηκες;» για ν' ακούσω πάλι το «ινοσάν». — Ηρέμησε Φραγκίσκο, είπε ο μπαμπάς, ο Ανδρέας μου είναι ακόμα παιδί. — Πρώτον σε παρακαλώ κόψε το Φραγκίσκο. Δεύτερον εννέα χρονών, στην εποχή μας δεν λέγονται παιδιά. Που ν' ακούσεις τις κουβέντες που έχω με την Μονίκ και την Νικόλ. Εννιά και δέκα χρονών και ήδη ατσίδες. Αν και η διαμονή μου θα είναι σύντομη, ελπίζω Ανδρέα να έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε. Έτσι θα σου μάθω ορισμένα πράματα της ζωής για τα οποία ίσως εδώ στην Αθήνα αποφεύγετε να μιλάτε. Ο Φρανσουά μού ήταν ήδη πολύ αντιπαθητικός και από αντιπαθητικό άνθρωπο δεν επιθυμούσα να μάθω τίποτα. — Και τι εργασία κάνεις τώρα, ρώτησε ο καλός φίλος. Με δύο λόγια ο μπαμπάς ανέπτυξε την οικονομική του κατάσταση. Δεν του έλειπε ούτε η φαντασία ούτε η ευφράδεια γι' αυτό και τα παραφούσκωνε λιγάκι θέλοντας ίσως να εντυπωσιάσει τον πετυχημένο φίλο. — Μπράβο σου, αξιέπαινος κυρίως όταν θυμηθεί κανείς που άρχισες με δουλειές του ποδαριού. Μου ήλθε κεραμίδα. Δεν τολμούσα να κάνω καμιά ερώτηση μπας και ξανακούσω εκείνο το αντιπαθητικό «ινοσάν». Άλλωστε είχαμε φτάσει πια στο ξενοδοχείο. Το βράδυ ο Φρανσουά έτρωγε σε μας. Δώρο για τη μαμά ένα άρωμα σε εντυπωσιακό μπουκάλι, δρύινη πίπα για τον μπαμπά, βιβλίο για μένα. Έγινε έξω φρενών ο καλός φίλος σαν έμαθε πως δεν ήξερα γρι γαλλικά. Το βιβλίο είχε ευτυχώς αρκετές εικόνες. Παρουσίαζε το Λούβρο. Από τα μεγαλύτερα, λέει, μουσεία του κόσμου. Είχε πλάκα όταν πηγαίναμε με το σχολείο στα μουσεία. Πρώτα γιατί γλυτώναμε μάθημα και μετά γιατί χαζεύαμε τα γυμνά αγάλματα. Τα σχόλια που κάναμε οι φίλοι μου κι εγώ δεν ήτανε και τόσο «ινοσάν». Εν τω μεταξύ είχα μάθει πως αυτή η γαλλική λέξη σήμαινε αθώος. Η μαμά είχε βάλει τα δυνατά της για να φιλέψει τον πλούσιο φίλο. Στολισμένο τραπέζι. Στολισμένη κι εκείνη με τα ακριβότερα κοσμήματά της. — Τυχερέ! Έχεις πολύ σέξυ γυναίκα, είπε ο Φρανσουά. Έσκυψα να μαζέψω δήθεν κάτι για να κρύψω το πόσο είχα κοκκινήσει. Η μαμά είχε πάει μέχρι την κουζίνα. Ο φίλος δεν σταματούσε τη φλυαρία. — Δεν λέω και η γυναίκα μου η Λιζέτ έχει ωραία χαρακτηριστικά, αλλά η ευλογημένη τελευταίως έκανε έναν κώλο! Ανδρέα σε βλέπω να κοκκινίζεις. Είμαστε μεταξύ ανδρών και μιλάμε ελεύθερα. Στη Γαλλία τα πάντα είναι τόσο διαφορετικά! Τα λέμε όλα φόρα! — Φρανσουά, είσαι ανεκδιήγητος, είπε ο μπαμπάς. Όλα του τα συγχωρούσε. Εγώ όμως όχι. Ν' ακούω τέτοιες λέξεις από τους συμμαθητές μου μάλιστα, όχι όμως από τους μεγάλους. Μου ερχότανε να γίνω φονιάς καθώς έπαιζα με το ασημένιο μαχαίρι. — Ο Ανέστης και ο Φίλιππος τι γίνονται; — Άσε καλύτερα μη τα ρωτάς, είπε ο μπαμπάς, αραδιάζοντας όλες τις κακοδαιμονίες των αποτυχημένων δύο φίλων του. — Οι καημένοι, οι καημένοι! Λε πόβρ! επαναλάμβανε ο Φρανσουά χωρίς ίχνος οίκτου στη φωνή του. Από τα θρανία ήταν φανερό πως δεν ήταν άξιοι για τίποτα. Ενώ εσύ ήσουνα γεννημένος κομπιναδόρος. Και μ' αυτό γέλασε ο πατέρας μου. Άκου κομπιναδόρος! Τη λέξη δεν την ήξερα, μου χτύπησε όμως άσχημα. Καλύτερα να μην ήταν τέτοιος. Καλύτερα να έμοιαζε του Φίλιππα και του Ανέστη. Είχε ξευτελίσει τους γονείς μου ο πετυχημένος φίλος από το Παρίσι. Σέξυ μάνα. Μπερμπάντης ο μπαμπάς που άρχισε με δουλειές του ποδαριού για να καταλήξει κομπιναδόρος. Μετά το φαγητό βιάστηκα να τους καληνυχτίσω. Άλλα δεν ήθελα ν' ακούσω. Πριν φύγω από το δωμάτιο, ρώτησα τον Φρανσουά πως λένε «κάθαρμα» στα γαλλικά. — «Σαλό», απάντησε. Γιατί ρωτάς; — Για τίποτα, έτσι για να μάθω και μια γαλλική βρισιά.
|