Χωρισμός

Από τη συλλογή Χαλίκια του Φ. Αλευρόπουλου

Δεν φανταζόμουνα ποτέ τι με περίμενε σαν ξεκίνησα εκείνο τ' απόγευμα για το ραντεβού. Συνήθως όταν σκάσει κανένα κακό το θύμα λέει κατόπιν εορτής ότι είχε το προαίσθημα της συμφοράς που τον παραμόνευε. Εκείνο τ' απόγευμα όμως καμιά διαίσθηση δεν τάραξε την ευφορία μου. Ήξερα μόνον ότι στις έξι θα συναντούσα το κορίτσι μου για βόλτα ή σινεμά, θα περνούσα πέντε ώρες με την Ρίτα, πέντε ώρες που θα κυλούσαν τόσο γρήγορα όσο και πέντε λεπτά.

— Εγώ φεύγω, είπα δίχως άλλες εξηγήσεις. Οι γονείς μου κοιταχτήκανε. Χαμογελάσανε.

— Να μην αργήσεις, είπανε έτσι, για να πούνε κάτι.

Στο δρόμο περπατούσα ανάλαφρα, υπερήφανα. Κοίταζα δεξιά και αριστερά με την εντύπωση πως όλος ο κόσμος εμένα έβλεπε. Ήμουν βέβαιος πως η ολοφάνερη ευτυχία μου έδινε αισιοδοξία σ' αυτούς που τη μαντεύανε.

Ένα χρόνο τώρα είχα απαρνηθεί συγγενείς και φίλους. Εκτός από την Ρίτα δεν λογάριαζα πια τίποτα. Κάναμε τολμηρά σχέδια που έφταναν μέχρι και γάμο δίχως να υπολογίζουμε ότι «στην ηλικία μας» όπως έλεγαν οι μεγάλοι θα έπρεπε να πρωτεύουν οι σπουδές μας. Κουραφέξαλα. Ποιά ηλικία; Δεν ήμασταν πια παιδιά κι ας μας φώναζαν ακόμα έτσι.

— Πόσο προχωρήσανε οι σχέσεις σας; με ρωτούσε με πονηρό χαμόγελο ο καλύτερος φίλος μου ο περίεργος ο Ντίνος. Απέφευγα ν' απαντήσω. Ό,τι συνέβαινε μεταξύ μας ήτανε δική μας υπόθεση. Άλλωστε δεν τολμούσα περισσότερα από κανένα φιλί, κανένα χάδι. Η Ρίτα δεν έμοιαζε στις άλλες. Ήτανε ρομαντικός τύπος σαν κι εμένα και εκτιμούσε το σεβασμό μου γι' αυτήν.

Σήμερα είχαμε ραντεβού στο Σύνταγμα μπρος στα λουλούδια. Ανυπόμονος να την συναντήσω ξεκινούσα πάντοτε πολύ πριν την ώρα μου. Έφτανα συνήθως στο ραντεβού κανένα τέταρτο πριν για να την καμαρώνω να έρχεται. Όσο πλησίαζε δεν πίστευα στην ευτυχία μου. Έλεγα από μέσα μου:

— Αντρέα να την η κοπέλα σου. Δες την πώς ακτινοβολεί, πώς στολίστηκε και κτενίστηκε για σένα.

Εκείνο το βραδάκι του Φεβρουαρίου που μύριζε κι όλας άνοιξη ένοιωσα μια μικρή απογοήτευση. Η Ρίτα είχε φτάσει πρώτη στο ραντεβού. Δεν με είχε αντιληφθεί αμέσως. Πηγαινοερχότανε κάπως συλλογισμένη μπρος στα καταστήματα με τα λουλούδια.


Οι γονείς μου σπάνια με ρωτούσανε πού πάω και τι κάνω.

— Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στη Ρίτα μας, λέγανε.

Ομολογώ ότι αυτό δεν με ικανοποιούσε. Το θεωρούσα αδιαφορία, θα επιθυμούσα κάποιο έλεγχο. Τώρα πια όλα αυτά δεν είχανε σημασία. Καλώς ή κακώς τον είχα βρει το δρόμο μου. Συμβουλή δεν ζητούσα από κανέναν. Φιλία με τους γονείς μου δεν υπήρχε.

Εκείνο τ' απόγευμα πώς μου φάνηκε και είπα ότι θα έβγαινα με τον Ανδρέα.

— Καλό παιδί το καημένο αλλά πού ο Σπύρος; Άλλη ράτσα!

Οι γονείς μου του είχανε κολλήσει το επίθετο «ο καημένος» και αυτό μ' εκνεύριζε γιατί κατά βάθος του ταίριαζε γάντι. Ο ρομαντισμός του Αντρέα ήτανε αναχρονισμός στην εποχή μας. Τους πρώτους έξι μήνες τον είχα ερωτευθεί πραγματικά. Ίσως και περισσότερο απ' εκείνον. Μετά όμως άρχισε να μ' ενοχλεί ο σεβασμός που είχε για μένα. Μου ερχότανε να πάρω την πρωτοβουλία και να τον αγκαλιάσω όπως θα επιθυμούσα εγώ. Αυτό όμως το «Εσύ δεν μοιάζεις με τις άλλες» που έλεγε τόσο συχνά με σταματούσε. «Κι εσύ Αντρέα μου τι ξέρεις από τις άλλες;» μου ερχότανε να τον ρωτήσω.

Στις φίλες μου ντρεπόμουνα να ομολογήσω πώς οι σχέσεις μας δεν είχανε προχωρήσει πέρα από το φιλί. Δεν ήθελα να εκθέσω τον αγαπημένο μου.

Όταν ό Σπύρος και η οικογένειά του μετακόμισαν στο διπλανό διαμέρισμα είπα στον εαυτό μου: «Ρίτα πρόσεξε μη του δώσεις θάρρος. Είναι ό τύπος ο αναιδής, άξιος να σ' εκθέσει σ' όλη την παρέα».

Όταν όμως συναναστράφηκαν οι δυο μας οικογένειες, άλλαξα σιγά σιγά γνώμη. Τα βράδια η συντροφιά του Σπύρου ήτανε πολύτιμη. Μιλούσε πολύ με κύριο θέμα τα σπορ. Μόλις οι δικοί μου μας άφηναν μόνους, γινότανε επιθετικός. Δεν δίσταζε να μου δώσει να καταλάβω τι ζητούσε. Σιγά σιγά αυτό που ήθελε άρχισα να το θέλω κι εγώ ώσπου ένα βράδυ έγινε βίαιος. Δεν μπόρεσα να μην τον θαυμάσω. Ούτε επιθυμούσα πια ν' αντισταθώ στην έκρηξη αυτή πού περίμενα.

Και ο Αντρέας τι γινότανε σ' όλα αυτά; Ό Αντρέας ο ιδανικός σύντροφος και ενδεχόμενος σύζυγος; Τι γινότανε ο καημένος ο Αντρέας; Έπρεπε να ξεκόψω αδιάφορο αν θα συνέχιζα με τον Σπύρο ή όχι. Θα έπρεπε να του αναγγείλω το τέλος στο αποψινό μας ραντεβού. Δεν θα τολμούσα όμως να του ομολογήσω την πραγματική αιτία, θα τον πλήγωνα απάνθρωπα.

Όταν έφτασα μπρος στα λουλούδια εκείνος δεν είχε φανεί ακόμη. Σαν τον είδα να καταφθάνει χαμογελαστός και γεμάτος ευτυχία δεν ήξερα πώς θα έβρισκα το κουράγιο να του κάνω το κακό που δεν περίμενε.


Όταν τα παιδιά ανταμώθηκαν ο Αντρέας της έπιασε το χέρι. Δεν βρήκε όμως καμιά ανταπόκριση καθώς τα δάκτυλα της Ρίτας έμειναν αλύγιστα δίχως να μπλεχτούν όπως συνήθως στα δικά του.

— Τι συμβαίνει Ρίτα; ήτανε ή πρώτη ερώτηση. Δεν είχε χάσει ακόμη το χαμόγελο του αν και ήξερε πως το κορίτσι του δεν έκανε συνήθως νάζια. Συνεπώς κάτι θα έτρεχε.

— Θα σου εξηγήσω αργότερα, είπε σιγά η Ρίτα. Πάμε σε κανένα ήσυχο ζαχαροπλαστείο.

— Αδύνατο ν' αντέξω μέχρι εκεί, είπε, Ρίτα θέλω να μάθω αμέσως τι συμβαίνει.

— Δεν μου αρέσει να συζητάω στη μέση του δρόμου, είπε κάπως απότομα η Ρίτα.

Το ζαχαροπλαστείο ήτανε σχεδόν άδειο. Μόλις καθήσανε, ο Ανδρέας άπλωσε το χέρι του στη μέση του τραπεζιού λες και γύρευε ελεημοσύνη. Το χέρι όμως της Ρίτας δεν έκανε τον άλλο μισό δρόμο. Κάθε χαμόγελο είχε σβήσει οριστικά από τα χείλη του Ανδρέα.

— Ρίτα τι σου έκανα; ρώτησε με αγωνία.

— Τίποτα Αντρέα μου. Να, δε ξέρω πώς να σου το πω αλλά νομίζω ότι σήμερα συναντιόμαστε για τελευταία φορά. Αν δε θες να με φέρεις σε δύσκολη θέση μη ρωτήσεις το γιατί.

— Μήπως οι γονείς σου; είπε ό Ανδρέας με δάκρυα στα μάτια.

— Κάτι τέτοιο, ήλθε το ψέμα της Ρίτας. Εκνευρισμένη με τα δάκρυα του νέου ήθελε να τελειώνει μια ώρα αρχίτερα.

— Τι άντρας είσαι; Να κλαις για τέτοια, θα βρεις άλλη, εγώ δεν σου αξίζω.

Το γκαρσόνι είχε φέρει τα παγωτά και χρονοτριβούσε για να παρακολουθήσει την κουβέντα. Ο Ανδρέας πλήρωσε βιαστικά για να τον ξεφορτωθεί.

— Πίστεψε με. Είναι καλύτερα να σταματήσουμε. Η ιστορία μας δεν θα μπορούσε να κρατήσει περισσότερο. Κι εσύ κι εγώ θα πρέπει να επανέλθουμε με περισσότερο ζήλο στις σπουδές μας. Χωρίζοντας τώρα θα μας μείνουν υπέροχες αναμνήσεις. Και συνέχισε να μιλάει η Ρίτα πότε σα μητέρα και πότε σα δασκάλα.

Ο Ανδρέας κάθε τόσο την σταματούσε μ' ένα απελπισμένο «Γιατί;» Δεν χωρούσε αμφιβολία. Ή Ρίτα δεν τον αγαπούσε. Ίσως να μην τον είχε αγαπήσει και ποτέ.

Τα πολλά λόγια ίσως και τα ψέματα είχανε δώσει ζωηρά χρώματα στο συνήθως ωχρό πρόσωπο της Ρίτας. Δεν άφηνε τον Ανδρέα να μιλήσει. Σηκώθηκε απότομα να φύγει πρώτη.

— Γεια σου Αντρέα, είπε. Μη θελήσεις να μ' ακολουθήσεις, θα είναι άσκοπο.

Με σκυμμένο το κεφάλι ό Ανδρέας βγήκε στον δρόμο. Το γκαρσόνι του χαμογέλασε. Ίσως διασκέδαζε με τη συμφορά του. Το τελευταίο ραντεβού δεν είχε κρατήσει ούτε μια ώρα. Είχε σχεδόν νυχτώσει και το κρύο ήτανε τσουχτερό λες και ξαναγύριζε ο χειμώνας.

— Τα έκανα θάλασσα, έλεγε και ξανάλεγε σφίγγοντας με απελπισία τις γροθιές του. Την άφησα να μιλάει χωρίς να προσπαθήσω να μάθω την πραγματική αιτία της απόφασης της. Ούτε να την κρατήσω προσπάθησα. Φταίει βέβαια η σαχλοπερηφάνειά μου. Αν η Ρίτα ήταν σαν τις άλλες θα πήγαινε ο νους μου σε τρίτο πρόσωπο. Αυτό αποκλείεται. Αν υπήρχε άλλος θα μου το λεγε.

Στο σπίτι ευτυχώς δεν βρήκε κανέναν, θα τρόμαζαν με την χλωμάδα του. Ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο. Κατόπι άνοιξε το φαρμακείο. Πήρε ένα δυνατό υπνωτικό. Ήθελε να κοιμηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, ίσως για πάντα.

Μισοζαλισμένος άκουσε να χτυπάει το τηλέφωνο. Ούτε πήγε να σηκώσει το ακουστικό. Προς τι; Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Σε πόσους μήνες, σε πόσα χρόνια ξεχνιέται άραγε η πρώτη αγάπη; Το τηλέφωνο κουδούνισε λίγο ακόμη και μετά σταμάτησε κάνοντας ακόμη πιο αβάσταχτη τη μοναξιά και την απόγνωση.


Όταν η Ρίτα επέστρεψε σπίτι, βρήκε το Σπύρο να την περιμένει έξω από την πόρτα. Τα μάτια του πρόδιδαν τον πόθο του.

— Είδα τους δικούς σου να βγαίνουν, είπε και σκέφτηκα να έλθω για παρέα.

— Δεν διάλεξες την κατάλληλη στιγμή, είπε η Ρίτα. Θα προτιμούσα να μείνω μόνη.

— Πότε να έλθω; ρώτησε εκείνος.

— Δεν ξέρω, είπε η Ρίτα, ίσως καλύτερα ποτέ. Έκλεισε την πόρτα κι αμέσως έτρεξε στο τηλέφωνο να πάρει τον Ανδρέα. Να του πει τι; Κι εκείνη δεν ήξερε. Ίσως για να τον παρηγορήσει ή και ακόμα να του ζητήσει να ξαναρχίσουν. «Ό ταλαίπωρος ο Αντρέας» σκεφτότανε και συνάμα θύμωνε με τον εαυτό της όσο ένιωθε τον οίκτο να φουντώνει μέσα της. «Θ' αφήσω το τηλέφωνο να κουδουνίσει δώδεκα φορές. Του δίνω έτσι μια τελευταία ευκαιρία. Αν δεν είναι σπίτι, κακό δικό του» είπε η Ρίτα φωναχτά.

Στο δωδέκατο χτύπημα βιαστικά και με ανακούφιση ακούμπησε το ακουστικό.