Κάλαντα στην ΠόληΑπό τη συλλογή Χαλίκια του Φ. Αλευρόπουλου Είχαν ποίηση και άλλη χάρη τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά στην Πόλη. Μιλάω για χρόνια περασμένα. Τώρα δεν τα ξεχωρίζεις από μια συνηθισμένη μέρα. Κάλαντα δεν ακούονται πια και φαντάζομαι ν' αντηχούν πολύ δειλά τα λιγοστά καμπαναριά των εκκλησιών μας. Παραμονές εορτών, τότε, σαν έπεφτε το σούρουπο ξεπορτούσαν οί πιτσιρίκοι για «να τα πούνε». Μπρος αυτός με το φανάρι. Δεύτερος ό τυμπανιστής. Τελευταίος ό καλλίφωνος καί συγχρόνως ταμίας της παρέας. Μέναμε σ' ένα ήσυχο σοκάκι. Υπεύθυνος για την ασφάλεια της γειτονιάς, ένας καλοκάγαθος νυκτοφύλακας (μπεχτσής) πού δεν ξεχώριζε Οθωμανούς από Χριστιανούς. Τα βράδια αν τυχαία συναντούσε τον πατέρα μου τον χαιρετούσε με σεβασμό και μ' έναν βαθύ «τεμενά» πού άρχιζε από το καλντερίμι για να τελειώσει στο σαρίκι του. Άλλα χρόνια! Ο Ελληνισμός της Πόλης βασίλευε από το Γαλατά μέχρι τα Ταταύλα. Ήμασταν λοιπόν παραμονή του 1926. Έκανα πώς πίστευα στον Άη Βασίλη. Ίσως για να ευχαριστήσω τους δικούς μου. Ίσως για να κρατηθώ ακόμη λίγο στην παιδική ηλικία. Μετά τα δώδεκα συνήθως δεν είσαι πια παιδί. Το σπίτι μας είχε έξι δωμάτια. Το καθένα με τη δική του πορσελάνινη σόμπα. Εκείνο το βράδυ καίγανε και οι έξι. Η γιαγιά είχε την επίβλεψη και δυο υπηρέτριες ανεβοκατεβαίνανε τα τρία πατώματα γεμίζοντας συνέχεια τις σόμπες αυτές με καυσόξυλο (τσεκίσια) πού σαν έπαιρναν μπουρλότο σφύριζαν δαιμονισμένα ξεφυσώντας την υγρασία πού είχανε μαζέψει στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού μας (το κιομουρλούκι). Η αδελφή μου με τα γυαλιστερά μαύρα μάτια κι εγώ περιμέναμε ανυπόμονα το πέρασμα του Άη Βασίλη. Και σαν ακούσαμε τρεις φορές έναν γδούπο στα μάρμαρα της αυλής, ξέραμε πώς το σαλόνι είχε, ως δια μαγικής μαγκούρας, γεμίσει με λογής - λογής δώρα. Το ηχητικό αυτό εφέ το αναλάμβανε ή κυρά Μανιώ, ή μαγείρισσα, οπλισμένη μ' ένα σκουπόξυλο. Έτσι ή Άγιος της καλής Βραδιάς έμενε αόρατος. Τώρα έχασε κι αυτός το μυστήριο και την αίγλη του αφότου σε πλατείες, ή μπρος σε μαγαζιά συναντάς κάτι περιπλανώμενους κακομασκαρεμένους Άη Βασίληδες έτοιμους να φωτογραφηθούνε με τα παιδιά. Το μόνο πού μου χαλούσε την βραδιά ήτανε πως έπρεπε ν' απαγγείλω κι ένα ποίημα. «Πιό δυνατά!» φώναζε ή ομήγυρη γιατί ή φωνή μου μόλις που έβγαινε. Από τότε αυθόρμητα λυπάμαι και συμπαθώ τα ντροπαλά παιδάκια πού κατακόκκινα υποκύπτουν στην παράδοση αυτή. Κάποτε τ' ανεβάζουν και σε καρέκλα για να μη χάσει το θέαμα του δοκιμαζόμενου απογόνου. Εκείνη λοιπόν την παραμονή, μετά τα δώρα, τα ποιήματα, τα φιλιά, καθίσαμε όλοι στο τραπέζι για την καθιερωμένη καλοφαγία. Το κόψιμο της πίττας ήτανε προνόμιο της γιαγιάς. Με κοφτερό μαχαίρι άρχισε να την χαράζει όπως συνήθως καί με φανερή συγκίνηση «Εις το όνομα του πατρός...» όταν ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. - Πάλι τα κάλαντα! φώναξε από κάτω ή κυρία Μανιώ. Να τα διώξω! - Όχι, άσε τα παιδιά ν' ανέβουν, διέταξε ο μπαμπάς. Εγώ για να μη τ' άντικρίσω χώθηκα κάτω από το τραπέζι. Έμπαινα στη θέση τους και υπέφερα για λογαριασμό τους. Φανταζόμουν ότι θα είχαν το ίδιο τρακ με το δικό μου. Τι απαγγελία, τι κάλαντα! Ξετρύπωσα μόνο σαν τελείωσαν. Ξαφνιάστηκαν και οι τρεις σαν είδαν ένα ξανθό κεφάλι να ξεπροβάλλει κάτω από το τραπεζομάντηλο. Με κοίταζαν με απορία. Έτσι μακρυά μαλλιά πού είχα ίσως με νόμισαν κορίτσι. Η γιαγιά τους πρόσφερε απ' ένα κομμάτι γλύκισμα. Το φάγανε στα γρήγορα κρατώντας αδέξια το κουτάλι. Κατόπι τους φορτώσαμε με πίττες, κουραμπιέδες, μαντολάτα. Φωναχτά είπαν όλοι μαζί «Καί του χρόνου!» και κατέβηκαν βιαστικοί δυο δυο τα σκαλιά για να συνεχίσουν τη δουλειά. Έτρεξα πίσω τους κρατώντας στη χούφτα μου κάτι ψιλά που ο μπαμπάς είχε ξεχωρίσει γι' αυτούς. Τους πρόφτασα στην εξώπορτα. Την ώρα όμως πού ο ταμίας ανασήκωνε το παλτουδάκι του για να χύσει στην τσέπη του παντελονιού του τα κέρματα, κάτι του έπεσε. Κάτι που κουδούνισε στο πεζοδρόμιο. Και οι τρεις κοντοστάθηκαν για λίγο, σαστισμένοι σαν ένοχοι. Για να τους βγάλω από την αμηχανία βρόντησα την σιδερένια εξώπορτα και βιαστικά ανέβηκα στο σαλόνι κοντά στα καινούργια μου παιχνίδια. Την άλλη μέρα σαν η γιαγιά μέτρησε τα ασημένια κουταλάκια τα βρήκε έντεκα αντί για δώδεκα. Έκανε το σπίτι άνω κάτω. Πήρε μάλιστα όπως συνήθιζε το μαντήλι της δένοντας κόμπο την μια του άκρη. Έλεγε πως αυτό βοηθούσε στο να βρεθεί χαμένο αντικείμενο. Το μαγικό όμως δεν έπιασε εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1926 και τα κουταλάκια μας έμειναν ως τώρα έντεκα. |