Ο ΔευκαλίωναςΑπό τη συλλογή Χαλίκια του Φ. Αλευρόπουλου Το μωρό κοιμότανε μακάριο, αμέριμνο ενώ στο διπλανό δωμάτιο φούντωνε η συζήτηση. Επί τέλους έπρεπε να διαλέξουν ένα όνομα. Θύμα της πολύμηνης διαφωνίας το σχεδόν χρονιάρικο μωρό έμενε αβάφτιστο. ― Θα καταντήσει να πάει στην κολυμπήθρα περπατώντας, έλεγε ο πατέρας που υποστήριζε το «Θανάση». Η μητέρα δεν το ήθελε. Της θύμιζε τον πεθερό της. Προτιμούσε το «Ανδρέα», όνομα του δικού της πατέρα. Ίσως υποχωρούσε με τη συμφωνία να το φωνάζουν Σάκη. Ανένδοτος ο νονός. ― Ή Δευκαλίων ή να βρείτε άλλο νονό! Στο άκουσμα του σπάνιου αυτού ονόματος η ομήγυρις ή θύμωνε ή ξεσπούσε γελώντας. ― Τώρα γελάμε είπε ο παππούς, φαντάζεστε όμως αργότερα τι θα υποφέρει ένα παιδί με τέτοιο όνομα; ― Και τι χαϊδευτικό ταιριάζει παρακαλώ στο Δευκαλίων, ρώτησε η μαμά. ― Ακριβώς κανένα, είπε ο νονός. Αν επιμένω σε αυτό είναι γιατί δεν θα μπορέσετε ποτέ να το κουτσουρέψετε. Παράξενος και πεισματάρης αυτός ο νονός. Γεροντοπαλίκαρο. Η εκκεντρικότητά του ενοχλούσε. Με όπλο τη μεγάλη του περιουσία κατόρθωνε όμως να επιβάλλει πάντα τη θέλησή του. «Ό,τι θες» και «όπως θες Φώτη μου» ήταν αυτό που γούσταρε να ακούει. Για πρώτη φορά όμως εύρισκε αντίδραση. Το «Δευκαλίων» δεν περνούσε. Εναντίον του είχε ενωμένη όλη την οικογένεια. Δίχως αποτέλεσμα, ώρες τώρα, κρατούσε η συζήτηση που είχε πάρει διάσταση ανοιχτού καυγά. ― Ο μπέμπης ξύπνησε, φώναξε από μέσα η νταντά που σε λίγο παρουσιάστηκε κρατώντας το αγουροξυπνημένο αγγελούδι. ― Δευκαλίων! φώναξε ο νονός. Το μωρό τον κοίταξε με ανέκφραστο βλέμμα και μετά ρεύτηκε παταγωδώς. ― Δεν το χώνεψε, είπε κάποιος προκαλώντας γενική ιλαρότητα. Μια οι οπαδοί του «Σάκη» και μια οι οπαδοί του «Ανδρέα» φώναζαν διαδοχικά το όνομα που είχαν διαλέξει λες και διαλαλούσαν κανένα εμπόρευμα. Περίμεναν απ' το μωρό κανένα χαμόγελο που θα μαρτυρούσε την την προτίμησή του. Αυτό όμως τόσο πολύ τρόμαξε από τη φασαρία που έμπηξε τις φωνές. Η μέρα της βάφτισης βρήκε σκυθρωπούς και γονείς και συγγενείς. Οι φίλοι μάλλον διασκέδαζαν γιατί στο τέλος είχε επικρατήσει το «Δευκαλίων». Φτου! έκανε ο παπάς σαν άκουσε τέτοιο όνομα. Παρά λίγο να φτύσει μέσα στην κολυμπήθρα. ― Πού το βρήκατε; είπε. Λίγους Άγιους έχουμε; ― Εμείς είχαμε διαλέξει το «Αθανάσιος» τόλμησαν να πουν οι γονείς. Δεν πρόφτασε καλά καλά να πει «Αυτό μάλιστα», γιατί ο μανιασμένος νονός τραβώντας τον παπά απ' το ράσο τον ξεμονάχιασε μέσα στο ιερό όπου του υποσχέθηκε ν' ασημώσει το μεγαλύτερο εικόνισμα της εκκλησίας. ― Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού… Πώς το είπατε;… Δευκαλίων… Βυθισμένος μέσα στην κολυμπήθρα μέχρι το λαιμό ο μπέμπης έκανε και πλατς,πλούτς με τα χεράκια του. ― Και το κεφάλι, και το κεφάλι! Υπάκουσε ο παπάς στο γενναιόδωρο νονό κι έτσι ο Δευκαλίων πήρε την πρώτη μεγάλη τρομάρα της ζωής του. Μετά την τρίτη βουτιά ούτε να τσιρίξει μπορούσε. Δεν του είχε μείνει λαλιά. Μελανός όπως ήταν έμοιαζε μισοπνιγμένος. ― Παντάξιος. Να τα χιλιάσεις Φώτη! ― Άλλο δεν θα βαφτίσω πια, είπε εκείνος. ― Ευτυχώς, ακούστηκε μια φωνή από τους καλεσμένους. Το μωρό μεγάλωνε κανονικά. Ήταν ένας πολύ ζωηρός μπόμπιρας. Τρεις μήνες μετά τη βάφτιση μίλησε. Τα είπε μαζεμένα. Το μόνο που για πολύ δεν κατάφερνε να αρθρώσει ήτανε το όνομά του. ― Πώς σε λένε; ― Ζελίων! Το «Ζελίων» αυθόρμητο χαϊδευτικό του έμεινε για κάμποσα χρόνια. Μέχρι να πάει σχολείο. Το πρώτο βράδυ που επέστρεψε απ' αυτό έκανε στους γονείς του μια ερώτηση που περίμεναν από χρόνια. ― Γιατί μου δώσατε τέτοιο όνομα; Πράγματι πέρασε δύσκολα η πρώτη του χρονιά. Το σπάνιο όνομα διασκέδαζε τους συμμαθητές του. Το διάλειμμα ήταν η κακή του ώρα. «Δευκαλίων» απ' εδώ «Δευκαλίων» απ' εκεί. Τον ζύγωναν ένα σωρό παιδιά. Τα περισσότερα με όχι πολύ καλές διαθέσεις. Στην τάξη δεν περνούσε καλύτερα. Ίσως το όνομα του γνωστού ήρωα της μυθολογίας να είχε ιδιαίτερη έλξη για τους δασκάλους. ― Ο Δευκαλίωνας στον πίνακα. ― Ο Δευκαλίωνας να πει μάθημα. Όχι δεν ήταν ζωή για το καημένο το παιδί. Το νονό του πια δεν τον έβλεπε ούτε και ήθελε ν' ακούσει γι' αυτόν. ― Στέφεται ο δούλος του Θεού… Πώς τον είπαμε;… Δευκαλίων, τη δούλη του Θεού Όλγαν. Αυτό βέβαια γινόταν χρόνια μετά. Ο Δευκαλίων είχε αποφασίσει να νοικοκυρευτεί είχε γνωρίσει την Όλγα τυχαία στην πλαζ. Σαν καλός κολυμβητής που ήταν είχε ανοιχτεί πολύ όταν άρχισαν οι φίλοι του να φωνάζουν: ― Δευκαλίων γύρνα, θα πνιγείς! ― Με τέτοιο όνομα κανείς δεν πνίγεται. Ξαφνιασμένος γύρισε ο νέος το κεφάλι. Δίπλα κολυμπούσε μια νόστιμη κοπέλα. ― Μπα, της είπε και που ξέρεις εσύ το μύθο; ― Από τους ήρωες της μυθολογίας ο Δευκαλίων είναι ο πιο αγαπημένος μου. Έτσι η τυχαία γνωριμία τους πήρε ευτυχισμένο τέλος. Ο Δευκαλίων ήτανε σίγουρος και ίσως δεν είχε πολύ άδικο, πως η Όλγα τον είχε διαλέξει για το όνομά του. Ο Δευκαλίων είχε συγχωρήσει προ πολλού το νονό του γι' αυτό και λίγες μέρες μετά το γάμο το ζευγάρι πήγε να τον δει. Ο καημένος, άρρωστος από καιρό, δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κόντευε πια τα ογδόντα πέντε. Τους άνοιξε μια γριά υπηρέτρια. ― Να μην τον κουράσετε γιατί είναι άσχημα. Ίσως είναι και στα τελευταία του. Μιλούσε και έκλαιγε. Ο Φώτης πολύ εξασθενημένος, γύρισε σιγά το κεφάλι. ― Καλώς τους, είπε με κόπο. Καθίστε. Εσύ ποιος είσαι; ― Ο Δευκαλίων. ― Ο ποιος; Τι όνομα είναι αυτό; ― Καλέ νονέ είμαι ο βαφτιστικός σας ο Δευκαλίων. ― Βάφτισα πολλά παιδιά. Τέτοιο όνομα όμως δεν έδωσα ποτέ. Από πού κι ως πού; Κι εσύ κοπέλα μου ποια είσαι; ― Είμαι η Όλγα, η γυναίκα του Δευκαλίωνα. ― Μωρέ με τέτοιο όνομα πώς τον πήρες; Άρχισε να γελά. Τα παιδιά άφησαν δίπλα του ένα κουτί γλυκά και σηκώθηκαν να φύγουν. Τον λυπήθηκαν αλλά αυτός συνέχεια γελούσε. Τους απόβγαλε η δακρυσμένη υπηρέτρια. ― Να ΄στε καλά παιδιά μου. Ο Θεός να σας δίνει ό,τι καλό ποθείτε. Ξέρετε πόσο καιρό είχα ν' ακούσω το γέλιο του κυρ-Φώτη. |