Η θεία ΑναστασίαΤη θεία μου την Αναστασία τη θυμάμαι συχνά. Ίσως να τη θυμάμαι ακόμη περισσότερο όταν φτάσω στην ηλικία της. Μ' αγαπούσε πολύ κι' εγώ το ίδιο. Όσο ήτανε δυνατόν, όσο μπορούσε τότε το παιδί που ήμουνα. Είχα τους γονείς μου, τους φίλους μου, τα μαθήματά μου, τα παιχνίδια μου, κι ένα σωρό σκέψεις που τα βράδια με νανούριζαν μέχρι να κοιμηθώ. Παρ' όλα αυτά τη θέση της μέσα στην καρδιά μου την είχε η θεία Αναστασία, κομψή, φορούσε πάντα το ίδιο άρωμα. Δεν έμαθα ποτέ πως το λέγανε. Ίσως να ήτανε ακριβό, ίσως να το αγόραζε με το κιλό. Μ' ένα χαμόγελο έδειχνε κατανόηση για κάθε ανοησία μου ή αταξία μου. Πιθανόν και η μόνη που ποτέ δεν έλεγε «στον καιρό μου τα παιδιά ήταν αλλιώς». Επειδή αγαπούσε την γενιά μου θα την έλεγα «μοντέρνα». Δεν ήξερα την ηλικία της ούτε μ' ενδιέφερε. Όμως σχετικά μ' αυτήν είχε ένα βασικό ελάττωμα .Έβλεπε συνέχεια το τέλος της να πλησιάζει. Αυτό με μελαγχολούσε, με θύμωνε, ή κάποτε το έπαιρνα για χωρατό. Πως μπορούσε ξαφνικά να σβήσει μια τόσο ζωντανή γυναίκα. « Μετρημένα τα ψωμιά μου. Καιρός να πάω να βρω τον μακαρίτη. Του χρόνου τέτοια ημέρα άραγε θα υπάρχω; «Γέρασα Κωστή μου».Γιατί τα έλεγε; Για να τη λυπηθώ; Και τι έπρεπε να απαντήσω; «Ναι γέρασες» ή «όχι είσαι ακόμη νέα», αφού δεν πίστευα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν σκεπτότανε πως η απαισιοδοξία της μπορούσε να με απομακρύνει; Τη θεία Αναστασία την αγαπούσα όπως ήτανε. Ηλικία δεν είχε. Ούτε νέα, ούτε γριά. Με τα φκιασίδια της τα κρεμαστά σκουλαρίκια της, με το χιούμορ της. Γιατί όταν ξεχνούσε το θάνατο είχε πολύ πλάκα. Κι εκεί που περνάγαμε καλά ξαφνικά κάτι μούτρα! ― Κωστή μου δεν είμαι καλά. ― Εγώ σε βλέπω μια χαρά. Τώρα δα γελούσαμε. ― Ηταν νευρικό. Δεν είμαι καλά. Δεν ήξερα ποτέ πιο ήτανε χειρότερο. Το να χάσεις κάποιον που αγαπάς ή να χάσεις κάποιον που σ' αγαπάει πολύ. Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο λιγοστεύουνε αυτοί που νοιάζονται για σένα. Μικρό παιδί που να φανταστώ ότι, αν κάποτε, μας εγκατέλειπε η θεία μου ο πρώτος χαμένος θα ήμουν εγώ. Μια μέρα πως μου ήλθε να της πω: ― Θεία όταν θα μεγαλώσω και αρχίσω να δουλεύω, με τα πρώτα μου λεφτά που θα βγάλω τι δώρο θα ήθελες να σου κάνω; ― Όταν μεγαλώσεις και, σίγουρα, πολύ πριν αρχίσεις να εργάζεσαι εγώ δεν θα υπάρχω πια. Για να μη σε κακοκαρδίσω όμως, θα επιθυμούσα να μου πάρεις μια ασημένια καρφίτσα, με στη μέση μια μπλε πέτρα. Η φιλία μας (γιατί δεν υπήρχε μονάχα αγάπη αλλά συνάμα και φιλία) κλονίστηκε από κάτι παράξενο που μου είπε: ― Κωστή, θέλω να είσαι ο μόνος κληρονόμος μου. Σε λίγο ότι έχω και δεν έχω θα γίνουνε δικά σου. Τι την ήθελε αυτή την κουβέντα; Τότε ούτε που έδινα σημασία στα λεφτά. Μήπως είχε φανταστεί ότι το συμφέρον θα δυνάμωνε την αφοσίωσή μου; Παραξενεύτηκα ακόμη περισσότερο όταν τυχαία άκουσα τη μάνα μου να λέει πως η θεία Αναστασία δεν είχε πεντάρα τσακιστή. Είχανε περάσει αρκετές μέρες από την τελευταία μας συνάντηση όταν μάθαμε πως η θεία είχε αρρωστήσει βαριά. Η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρή και ζητούσε να με δει. Δίσταζα να πάω γιατί παρ' όλα τα λεγόμενα της μάνας μου, ίσως η θεία μου κάτω από το μαξιλάρι της είχε κανένα κρυφό κομπόδεμα που θα με δώριζε πριν το μεγάλο ταξίδι. Παρ' όλα αυτά επειδή οι γονείς μου επιμένανε πήγαμε στο μικρό διαμέρισμα που έμενε. Έμαθα αργότερα πως και το νοίκι της ακόμα το πλήρωνε ο πατέρας μου. Με άφησαν μόνο με τη θεία Αναστασία. Ήταν ξαπλωμένη στην αριστερή πλευρά με το κεφάλι γυρισμένο προς τον τοίχο. Ίσως δεν ήθελε να δει κανέναν, ίσως δεν ήθελε να την βλέπει κανείς. Όταν γύρισε το κεφάλι της κατάλαβα ότι είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Θολά τα ωραία τα ωραία γαλάζια μάτια της. Εμένα θέλανε να δουν κι' αλλού βλέπανε. Σήκωσε το ξερακιανό της χέρι και πριν με γνέψει να φύγω από το δωμάτιο μου ψιθύρισε αργά: ― Κωστή δεν θα χρειαστεί να μου πάρεις την καρφίτσα με την μπλε πέτρα
|